χάλχη

χάλχη
ἡ, Α
βλ. κάλχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάλχη — η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη) ο κοχλίας ή ο έλικας τού ιωνικού κιονοκράνου αρχ. 1. ο κοχλίας τής πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα 2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα 3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

  • ghel(ē̆)ĝh- —     ghel(ē̆)ĝh     English meaning: a kind of metal     Deutsche Übersetzung: “Metallbezeichnung” (,Bronze, Kupfer, Eisen”)?     Material: O.C.S. *želě zo in želez(ь)nъ “ iron”, Ser. Cr. žè ljezo, Russ. želež o “iron”; Lith. geležì s and žem …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”